- υστερομετρώ
- υστερομέτρησα, υστερομετρήθηκα, υστερομετρημένος (ιατρ.), καθετηριάζω τη μήτρα με υστερόμετρο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υστερομετρώ — έω, Ν [υστερόμετρο] καθετηριάζω με υστερόμετρο την μήτρα … Dictionary of Greek
υστερομέτρηση — η, Ν [υστερομετρώ] η μέτρηση τού μήκους της μήτρας με υστερόμετρο … Dictionary of Greek